ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ

Το πρόβλημα της φωτορύπανσης

και τα αίτιά της.

 
 

 

 

1.1        Ιστορικά στοιχεία

        

Για εκατομμύρια χρόνια, τα πλάσματα της φύσης ζούσαν και ζουν ακολουθώντας τις ημερήσιες εναλλαγές του φωτός και του σκότους. Ο άνθρωπος, όμως, ήταν το πρώτο και μοναδικό είδος, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, που ξέφυγε από αυτόν το φυσικό καταναγκασμό και επέκτεινε τη δράση και την ιστορία του στο σκοτεινό τμήμα του εικοσιτετραώρου. Η ιστορία του ανθρώπινου είδους αλλάζει δραματικά και ραγδαία με την τιθάσευση της φωτιάς και τη χρήση των πρώτων τεχνητών φωτιστικών πηγών.

 

         Στην αρχή, η γυμνή φλόγα της ανοικτής εστίας χρησιμοποιήθηκε και για να φωτίζει. Στη συνέχεια, και μέσα από αργή εξέλιξη χιλιάδων χρόνων η φλόγα, γυμνή ή καλυμμένη, παρέμεινε το μόνο και κύριο μέσο φωτισμού. Έπρεπε να φτάσουμε στον 19ο αιώνα για να σημειωθεί η μεγάλη επανάσταση στον τεχνητό φωτισμό, η εφεύρεση του ηλεκτροφωτισμού. Το 1878, στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά ηλεκτρικά φωτιστικά σώματα, τα οποία λειτουργούσαν με ηλεκτρικό τόξο. Τα φωτιστικά αυτά γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και διαδόθηκαν ταχύτατα χρησιμοποιούμενα, κυρίως, ως φωτιστικά δρόμων. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου διεξήχθη στην Αγγλία, για πρώτη φορά αγώνας ποδοσφαίρου με τεχνητό φωτισμό. Τον επόμενο Οκτώβριο ο Έντισον τελειοποιεί τον λαμπτήρα πυράκτωσης.

 

         Παρεμπιπτόντως, η Αθήνα ηλεκτροφωτίζεται το 1889. Τα Ανάκτορα - η σημερινή Βουλή - είναι το πρώτο κτίριο στην Ελλάδα που ηλεκτροφωτίζεται.

 

         Η διάδοση του ηλεκτροφωτισμού, στη συνέχεια, είναι ραγδαία. Από χρόνο σε χρόνο, η εξελισσόμενη τεχνολογία του φωτισμού παρέχει νέες και αποδοτικότερες τεχνικές και συσκευές φωτισμού. Το φωτεινό τμήμα του ημερονυκτίου επιμηκύνεται κατά βούληση και στα κέντρα των μεγαλουπόλεων πρακτικά δε νυκτώνει ποτέ. Η ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων αλλάζει μόνιμα και συνδέεται άρρηκτα με το τεχνητό φως. Στις ανεπτυγμένες (αλλά και στις αναπτυσσόμενες) χώρες η ζωή κυριολεκτικά είναι αδιανόητη, αν όχι αδύνατη, χωρίς το ηλεκτρικό φως. Η τάση μάλιστα που επικρατεί είναι όλο και περισσότερο φως τις νυκτερινές ώρες.

 

Σταθμοί στην εξέλιξη του φωτισμού

 

         Τα τελευταία χρόνια, όμως, άρχισε να αναπτύσσεται έντονος σκεπτικισμός τον οποίο διαδέχθηκε ακόμα εντονότερος προβληματισμός. Η γενικότερη ευαισθητοποίηση στα θέματα περιβάλλοντος συμπεριλάμβανε, πλέον, και τον αφύσικο νυκτερινό φωτισμό. Ο υπερβολικός φωτισμός έπαυσε να θεωρείται ένα ανώδυνο παρακολούθημα του σύγχρονου τρόπου ζωής και αποτελεί έναν επιπλέον ρύπο.

Για πρώτη φορά στην ιστορία του πλανήτη μας μεγάλες ομάδες ανθρώπων στερούνται τη θέαση του νυχτερινού ουρανού. Η έκκληση των Αστρονόμων να σκοτεινιάσουμε τον ουρανό, είναι μια προειδοποίηση ότι αν δε λάβουμε μέτρα θα χάσουμε την θέα του έναστρου ουρανού, και επομένως μια ολόκληρη διάσταση της ανθρώπινης εμπειρίας θα χαθεί.

 

 

1.2        Το φως που ενοχλεί

 

         Το φαινόμενο του υπερφωτισμού δεν είναι ένα απλό γνώρισμα των αστικών περιοχών. Είναι άμεσα συνυφασμένο με την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή των πόλεων. Το φαινόμενο αυτό δεν περιορίζεται, όμως, μόνο στις πόλεις. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου στις δυτικές κοινωνίες, χωρίς την παράλληλη δημιουργία πολιτισμικών συνηθειών ικανών να ενσωματώνουν με περιβαλλοντική ευαισθησία την τεχνολογική πρόοδο, έχει διασπείρει το πρόβλημα αυτό και στις ημιαστικές περιοχές. Δεν έχει μείνει ανέγγιχτη ούτε η ύπαιθρος εξαιτίας της μίμησης των αστικών προτύπων και της ταχύτατης διάχυσης των συνηθειών.

 

         Η φωτεινή ρύπανση, ο ενοχλητικός ή απλά ανεπιθύμητος φωτισμός, είναι εύκολα αναγνωρίσιμος στο νυκτερινό περιβάλλον. Οι κύριες πηγές του είναι ο οδικός φωτισμός, οι διαφημιστικές κατασκευές, ο φωτισμός ασφαλείας εξωτερικών χώρων, αθλητικών εγκαταστάσεων , πάρκινγκ, υπεραγορών, κτιρίων, μνημείων, ο φωτισμός από πλατείες , πάρκα, βιομηχανικές ζώνες , από αεροδρόμια, από στάδια   κλπ.

 

Σκέδαση του φωτός στα αιωρούμενα σωματίδια της ατμόσφαιρας

 

Η οπτική ενόχληση που προκαλείται από αυτές τις φωτεινές πηγές μπορεί να συνοδεύεται από σημαντικότερες παρενέργειες. Η θάμβωση από εξαιρετικά λαμπρές πηγές φωτός που βρίσκονται στο οπτικό πεδίο του παρατηρητή μπορεί να προκαλέσει προσωρινή τύφλωση. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για άτομα ηλικιωμένα ή με αδύναμη όραση.

          Το έντονο θάμβος των λαμπτήρων φωτισμού των δρόμων των πόλεων αλλά και των αυτοκινητόδρομων, οι φωτεινές διακοσμητικές «μπάλες» που πάνω σε φανοστάτες προσπαθούν να φωτίσουν πλατείες και προκυμαίες,  οι εκθαμβωτικά φωτισμένες βιτρίνες (ακόμα και τις ώρες που δεν κυκλοφορούν οι πελάτες), οι περίεργα φωτισμένες όψεις των κτιρίων (με φωτισμό που είναι στραμμένος προς τον ουρανό και που  πολλές φορές παραμορφώνει την αρχιτεκτονική του κτιρίου και το κάνει αγνώριστο), οι προβολείς ασφαλείας  που φωτίζουν το κάθε είδους εμπορικό κατάστημα κτλ. μας στερούν μια σημαντική αισθητική εμπειρία, τη θέα του έναστρου ουρανού.

 

 

Σε όλες τις σύγχρονες πόλεις, μόνο ένας μικρός αριθμός άστρων είναι ορατός. Αυτό οφείλεται στη σκέδαση του φωτός στα σωματίδια που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα ο αέρας πάνω από τις πόλεις να «φωτοβολεί» και να καταπνίγει το φως των άστρων. Το φαινόμενο αυτό, είναι περισσότερο γνωστό ως φωτορύπανση (light pollution). Η φωτορύπανση είναι ιδιαίτερη έντονη στις πόλεις αφού συνυπάρχουν οι σκεδαστές του φωτός (οι διάφοροι ρύποι) με την πληθώρα των φωτεινών πηγών.

        

         Στο βιβλίο του “Nightwatch” ο διάσημος Καναδός αστρονόμος και συγγραφέας, Terence Dickinson αναφέρει το παρακάτω χαρακτηριστικό περιστατικό που δείχνει  πόσο έχουν απομακρυνθεί οι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων από το πραγματικό στερέωμα και τη μαγεία του έναστρου νυχτερινού ουρανού.

«Το 1994 συνέβη ένας μεγάλος σεισμός στην περιοχή του Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας των Ηνωμένων Πολιτειών. Όταν συνέβη ο σεισμός στις 4 π.μ. όλοι  σχεδόν όσοι τον ένιωσαν ξεχύθηκαν στους δρόμους για ασφάλεια αλλά και για να επιθεωρήσουν τις ζημιές. Αλλά οι δονήσεις του εδάφους είχαν επίσης προκαλέσει διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος σε μια ευρεία περιοχή. Καθώς στεκόταν έξω, στο απόλυτο σκοτάδι, για πρώτη φορά στη ζωή τους, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι είδαν έναν ουρανό απαλλαγμένο από το θάμπος των φώτων της μεγαλούπολης. Τη νύχτα εκείνη και κατά τις εβδομάδες που ακολούθησαν , τόσο οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης όσο και τα αστεροσκοπεία και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί στην περιοχή  του Λος Άντζελες έλαβαν εκατοντάδες τηλεφωνήματα από ανθρώπους που αναρωτιόταν μήπως η ξαφνική έκλαμψη των αστεριών και η εμφάνιση ενός “ασημένιου νέφους” (του Γαλαξία) προκάλεσαν το σεισμό. Μια τέτοια αντίδραση μπορεί να προέλθει μόνο από ανθρώπους που δεν έχουν δει ποτέ το νυχτερινό ουρανό μακριά από τα φώτα της πόλης. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ed Krupp, διευθυντή του Αστεροσκοπείου του Λος Άντζελες, πολλοί από τους ανήσυχους πολίτες αρνούταν να πιστέψουν ότι αυτό που είχαν δει κατά τη διακοπή του ρεύματος ήταν η φυσική όψη του πραγματικού νυχτερινού ουρανού.»

 

 

1.3        Τεχνικά δεδομένα

 

1.3.1 Φωτεινότητα ουρανού

 

         Η φωτεινότητα του νυκτερινού ουρανού προκύπτει από την υπέρθεση δύο φαινομένων :

§   από τον φυσικό νυκτερινό φωτισμό και

§   τις τεχνητές πηγές φωτισμού.

 

Οι κύριες πηγές φυσικού φωτισμού τη νύκτα είναι :

 

*   Η σελήνη. Είναι η σημαντικότερη συνιστώσα φωτισμού του νυκτερινού ουρανού. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ηλιακό φως που αφού προσπέσει στη σεληνιακή επιφάνεια σκεδάζεται προς όλες τις κατευθύνσεις.

*   Ο ήλιος. Το ηλιακό φως που σκεδάζεται γύρω από τα όρια της γήινης επιφάνειας, όταν ο ήλιος βρίσκεται κάτω από τον ορίζοντα, αποτελεί μια σημαντική συνιστώσα του φυσικού νυκτερινού φωτισμού. Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο κατά το λυκόφως ή το λυκαυγές.

*   Οι πλανήτες και τα άστρα. Το φως των πλανητών και των άστρων είναι σημαντικό μόνο τις ασέληνες νύκτες.

*   Το ζωδιακό φως. Το ηλιακό σύστημα περιέχει σωματίδια σκόνης τα οποία σκεδάζουν το ηλιακό φως. Ποσότητα αυτού του φωτός, που ονομάζεται ζωδιακό φως, προσπίπτει στη γη. Το ζωδιακό φως είναι ορατό μόνο τις εξαιρετικά σκοτεινές νύκτες.

*   Ατμοσφαιρική φωταύγεια. Τα ανώτερα τμήματα της ατμόσφαιρας και κυρίως η ιονόσφαιρα, φωτοβολούν εξαιτίας φωτοχημικών και άλλων φαινομένων που σχετίζονται με τον ηλιακό άνεμο, το μαγνητικό πεδίο της γης κλπ. Η φωταύγεια της ατμόσφαιρας, αν και ασθενής, είναι υπεύθυνη για το 1/6 του νυκτερινού φωτισμού τις ασέληνες νύκτες.

*   Γαλαξιακό φως. Το φως που προέρχεται από τον γαλαξία μας .

        

         Σημαντικό ρόλο στο φως της νύκτας παίζει η ατμόσφαιρα, η οποία απορροφά ή σκεδάζει το φως που προέρχεται από τις παραπάνω πηγές. Γενικά, όμως, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι παραπάνω πηγές φωτός, αν και συνυπάρχουν, δεν παρατηρούνται ταυτόχρονα. Οι ασθενέστερες από αυτές κάνουν αισθητή την παρουσία τους μόνο τις σκοτεινές νύκτες και εφόσον οι συνθήκες ορατότητας είναι εξαιρετικά καλές. Η φυσική νυκτερινή λαμπρότητα εξαρτάται από τη γεωγραφική θέση του τόπου, την ηλιακή δραστηριότητα, την ώρα και την παρατηρούμενη επιφάνεια του ουρανού, με τυπική τιμή τα 80 nL (nL παλιά αμερικάνικη  μονάδα φωτεινής λαμπρότητας ). Σε ιδανικές συνθήκες περιβάλλοντος και σε εντελώς σκοτεινή νύκτα, η φυσική λαμπρότητα του ουρανού είναι περίπου 60 nL στο ηλιακό ελάχιστο. Η φυσική λαμπρότητα του ουρανού είναι κατά 50% μεγαλύτερη στο ηλιακό μέγιστο. Όταν η τεχνητή νυκτερινή λαμπρότητα υπερβεί το 10% της φυσικής νυκτερινής λαμπρότητας, ο νυκτερινός ουρανός θεωρείται φωτορυπασμένος.

 

 

1.3.2 Επίπεδα φωτορύπανσης

 

         Από μελέτες που έχουν γίνει για το επίπεδο της φωτορύπανσης σε ευρωπαϊκό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο προκύπτει μεταξύ άλλων, ότι το 99% του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζει σε φωτορυπασμένο περιβάλλον και το 51% , δηλαδή ένας στους δύο Ευρωπαίους, δεν μπορεί να δει τον Γαλαξία. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον συνολικό πληθυσμό της Γης είναι 63% και 21% αντίστοιχα. Όσο για την Ελλάδα το 91% ζει σε φωτορυπασμένες περιοχές ενώ το 80% ζει σε περιβάλλον με φωτεινότητα μεγαλύτερη από την αντίστοιχη κατά το πρώτο τέταρτο της σελήνης.

 

 

1.3.3 Μέτρηση φωτορύπανσης

 

         Στενά συνδεδεμένη με τη φωτορύπανση του νυκτερινού ουρανού είναι η ικανότητα παρατήρησης των άστρων και ιδιαίτερα των αμυδρότερων από αυτά. Το «μέγεθος» του ουρανού είναι μια κλίμακα μεταξύ -1 και 7 που ορίζει τη σχετική ορατότητα των άστρων ή τη σκοτεινότητα του ουρανού. Τα αμυδρότερα ορατά με γυμνό μάτι ουράνια σώματα μπορούν να παρατηρηθούν με μέγεθος ουρανού 7. Η ίδια κλίμακα προσδιορίζει και τον βαθμό φωτορύπανσης μιας περιοχής. Εκτίμηση της φωτορύπανσης σε μια περιοχή μπορεί να γίνει με τη βοήθεια ορατών άστρων σε γνωστούς αστερισμούς όπως, π.χ., της Μεγάλης ή της Μικρής Άρκτου. Για ακριβέστερο προσδιορισμό του μεγέθους της φωτορύπανσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν πολυπλοκότερες τεχνικές που λαμβάνουν υπόψη τον αριθμό των ορατών άστρων.

         Ενδεικτικά πάντως έχουμε τα παρακάτω για τη σχέση που συνδέει το ελάχιστο μέγεθος αστέρων που μπορούμε να παρατηρήσουμε σε μία περιοχή με τη φωτορύπανση της περιοχής.

+6,5 : Περιοχές με ασήμαντη η καθόλου φωτορύπανση, π.χ. τοποθεσίες όπως ο Άγιος Φανούριος στην περιοχή της Αγιάσου ή το καμένο δάσος πάνω από τους Λάμπου Μύλους .

+5,5 : Περιοχές με λίγη φωτορύπανση, π.χ. χωριά όπως η Αγιάσος και το Ίππειος που βρίσκονται σχετικά  μακριά από την πόλη της Μυτιλήνης.

+4,5 : Μέτρια φωτορύπανση, π.χ. σχετικά μικρές επαρχιακές πόλεις όπως η πόλη της Μυτιλήνης.

+3,5 : Σοβαρή φωτορύπανση που συναντάμε στους ουρανούς μεγαλουπόλεων, π.χ. Αθήνα, Θεσσαλονίκη κτλ.

+2,5 : Υπερβολική φωτορύπανση, συνήθως στα κέντρα μεγάλων πόλεων.

 

         Εκτίμηση της φωτορύπανσης που προκαλείται από τις πόλεις, μπορεί να γίνει με τη χρήση κατάλληλων μοντέλων πρόβλεψης. Το απλούστερο μοντέλο, που διαθέτει ικανοποιητική ακρίβεια, δίδεται από τον νόμο του Walker.Σύμφωνα με αυτόν, η αναμενόμενη λαμπρότητα Λ στο ζενίθ ενός τόπου που απέχει Α χιλιόμετρα από μια πόλη με πληθυσμό Π δίδεται από τη σχέση : Λ= 0,3573 Π/Α2,5 (nL). Η προηγούμενη σχέση ισχύει για αποστάσεις πέραν των ορίων της πόλης. Στο εσωτερικό της πόλης η λαμπρότητα του ουρανού αυξάνει εκθετικά όσο πλησιάζουμε στο κέντρο.

 

 Φωτορύπανση και φαινόμενα που την προσδιορίζουν στον νυχτερινό ουρανό.

 

 

 

1.4        Η φωτορύπανση στην Ελλάδα

 

         Το φαινόμενο του υπερβολικού φωτισμού είναι ιδιαίτερα έντονο, όπως άλλωστε είναι αναμενόμενο, στα μεγάλα αστικά κέντρα : Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη. Η μέση ένταση φωτισμού στις πόλεις αυτές είναι μεταξύ 5 και 15 lux σε όλους τους δρόμους, λιγότερο ή περισσότερο εμπορικούς. Σε ορισμένες περιοχές η στάθμη φωτισμού φτάνει τα 30 lux, ενώ σε κομβικά σημεία μετρήθηκε στάθμη φωτισμού 52 lux. Υπάρχει μάλιστα τάση για ακόμα μεγαλύτερες στάθμες φωτισμού. Και στις τρεις προηγούμενες πόλεις χρησιμοποιούνται φωτιστικά οδικού φωτισμού κυρίως με λαμπτήρες νατρίου (υψηλής ή χαμηλής πίεσης). Στην Αθήνα παρέχεται συμπληρωματικός, διακοσμητικός, φωτισμός με τα γνωστά, παραδοσιακού τύπου, φωτιστικά νατρίου. Η ενόχληση από τον υπερβολικό οδικό φωτισμό επιτείνεται από τη συνύπαρξη φωτεινών υπαίθριων διαφημίσεων, υπερβολικά φωτισμένων βιτρινών και αρχιτεκτονικού φωτισμού κτιρίων.

 

         Το συνδυασμένο αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι η ενόχληση των κατοίκων καθώς και η έντονη φωτορύπανση. Η επεξεργασία εικόνων που έχουν ληφθεί από δορυφόρους δείχνει ότι η φωτορύπανση είναι έκδηλη σε ολόκληρη την Ελλάδα και ιδιαίτερα έντονη στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Ελάχιστες περιοχές, κυρίως ορεινές και νησιωτικές, παραμένουν απρόσβλητες από τον τεχνητό νυκτερινό φωτισμό. Όπως, μάλιστα, μπορούμε να διαπιστώσουμε, η «μόλυνση» από τα φώτα των αστικών περιοχών «ταξιδεύει» σε γειτονικές περιοχές και φτάνει σε πολύ μεγάλες αποστάσεις. Εφαρμόζοντας τον νόμο του Walker στην περίπτωση της πρωτεύουσας, προκύπτει ότι ο ουρανός, σε τόπους απομακρυσμένους μέχρι και 130 km, ρυπαίνεται από τα φώτα της Αθήνας.

 

 

Χάρτης που μας δείχνει το επίπεδο της φωτορύπανσης στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας

 

 

 

Χάρτης που μας δίνει τον αριθμό των ορατών άστρων στις διάφορες περιοχές της Ευρώπης ανάλογα με το επίπεδο της φωτορύπανσης σε κάθε περιοχή. (Μπορούμε να δούμε ότι στον Ελλαδικό χώρο υπάρχουν ευτυχώς ακόμα -  μέχρι πότε άραγε; - περιοχές ανέγγιχτες από την φωτορύπανση.)

 

 

1.5        Φωτορύπανση και ενεργειακές απώλειες

 

         Η ενέργεια που καταναλώνεται στον εξωτερικό φωτισμό δεν είναι (και ούτε είναι εύκολο να γίνει) με ακρίβεια γνωστή. Ο οδικός φωτισμός εκτιμάται ότι αντιπροσωπεύει περίπου το 1% της συνολικής φωτεινής ενέργειας. Ο εξωτερικός φωτισμός για τα σπίτια, το εμπόριο, τη βιομηχανία και τις υπόλοιπες παρόμοιες χρήσεις, δαπανά ένα άγνωστο ποσό ενέργειας. Ακόμα μεγαλύτερη απροσδιοριστία υπάρχει όσον αφορά τις απώλειες της φωτεινής ενέργειας. Πολύ περισσότερο που οι απώλειες αυτές εξαρτώνται από τον πληθυσμό, το κλίμα, το οικονομικό περιβάλλον, τις συνήθειες, την τεχνολογία των φωτιστικών κλπ.

 

         Μια επιπλέον ασάφεια προκύπτει από τη δυσκολία να προσδιορισθεί τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο «απώλειες φωτεινής ενέργειας». Σε γενικές γραμμές, κάθε μη χρήσιμο φως είναι απώλεια. Μεγάλο τμήμα αυτού του «άχρηστου» φωτός αντιστοιχεί σε φωτιστικά που στοχεύουν πάνω από τον ορίζοντα. Στις ΗΠΑ, το διασκοριζόμενο με αυτό τον τρόπο φως, αντιστοιχεί, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, στο 30% της ηλεκτρικής ενέργειας που προορίζεται για τον εξωτερικό φωτισμό. Αντίστοιχο ποσοστό απωλειών μπορούμε με μεγάλη βεβαιότητα να υποθέσουμε ότι αντιστοιχεί στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

         Παρόλα αυτά, η τεχνολογία των δορυφορικών επισκοπήσεων μπορεί να δώσει μια εκτίμηση των απωλειών φωτεινής ενέργειας. Αυτή η εκτίμηση αφορά, προφανώς, το τμήμα της φωτεινής ενέργειας που συλλαμβάνεται από τους δορυφόρους. Δηλαδή, σε φως που κατευθύνεται προς τον ουρανό, άμεσα ή έμμεσα, με ανάκλαση στο έδαφος ή με σκέδαση στα σωματίδια της ατμόσφαιρας.

 

         Ενεργειακή απώλεια, όμως, δεν είναι μόνο το φως που κατευθύνεται προς τον ουρανό. Στις συνολικές απώλειες θα πρέπει να προσθέσουμε την ενέργεια που μετατρέπεται σε θερμότητα στα φωτιστικά σώματα, καθώς και τη φωτεινή ενέργεια που δεν φτάνει ποτέ στον ουρανό, είτε λόγω απόκρυψης από δέντρα ή άλλα εμπόδια, είτε λόγω απορρόφησης από την ατμόσφαιρα. Από την άποψη αυτή, επομένως, η εκτιμώμενη από την επεξεργασία των δορυφορικών εικόνων απώλεια ενέργειας είναι το κάτω όριο του αντίστοιχου μεγέθους.  Από τις δορυφορικές εικόνες προκύπτει ότι οι απώλειες φωτεινής ενέργειας κυμαίνονται μεταξύ 0,1 και 0,2% της συνολικής καταναλισκόμενης ηλεκτρικής ενέργειας.

 

         Εδώ και μερικά χρόνια, μπορούμε να μετρήσουμε πόση ενέργεια σπαταλιέται μέσα από τη φωτορύπανση. Τα στοιχεία προέρχονται από το σύστημα δορυφόρων DMSP (Defense Meteorological Satellite Program). Με την κατάλληλη επεξεργασία μεταφράζονται σε πληροφορία για τη χαμένη ενέργεια.  Έτσι, μαθαίνουμε ότι στην περίπτωση της

Αθήνας οι απώλειες νυκτερινού φωτισμού αντιστοιχούν στο 0,13% της συνολικά καταναλισκόμενης ενέργειας  ή ποιο συγκεκριμένα η περιοχή των Αθηνών σπαταλά 13,7 εκατομμύρια κιλοβατώρες το χρόνο για νυχτερινό φωτισμό του … τίποτα.

«Ξοδεύουμε δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο για να φωτίζουμε τις κοιλιές των πουλιών και των αεροπλάνων», λέει και ο Αμερικανός αστρονόμος David Crawford, από τους ιδρυτές της International Dark Sky Association (IDA).

 

 

 

Στοιχεία από μετρήσεις του 1997 για τη χαμένη ενέργεια σε κάποιες μεγάλες ελληνικές πόλεις

Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι κάθε κιλοβατώρα – από φωτορύπανση ή όχι – σημαίνει μεταξύ άλλων ένα κιλό διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα.

Οι ετήσιες ενεργειακές απώλειες φωτισμού σε διάφορες πόλεις

 

Οι ανεπτυγμένες χώρες είναι οι περιοχές του πλανήτη στις οποίες το πρόβλημα της φωτορύπανσης είναι ιδιαίτερα οξύ όπως φαίνεται στον παραπάνω δορυφορικό χάρτη